- ψαλλόμενα
- ψάλλωpluckpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόπους — οδος, ο, ΝΜΑ 1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα 2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές … Dictionary of Greek